- πάννυχον
- πάννυχοςlasting all the nightmasc/fem acc sgπάννυχοςlasting all the nightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вьсенощьныи — (9) пр. Продолжающийся в течение всей ночи: архиеп(с)пъ же пришедъ съ крьсты. и сътвори въ тои клѣтьцѣ всенощьноѥ пѣниѥ. СкБГ XII, 19б; и нача [отрок] с ними на вечерѩ многоцѣньны˫а ходити. и на вино много. и на всенощьноѥ любодѣ˫аниѥ. потомь же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek